- αἰθερολαμπής
- αἰθερο-λαμπής, ές,A shining in ether,
οὐρανός Man. 4.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐρανός Man. 4.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθερολαμπής — αἰθερολαμπής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + λαμπής < λάμπω] … Dictionary of Greek
αἰθερολαμπῆ — αἰθερολαμπής shining in ether neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰθερολαμπής shining in ether masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰθερολαμπής shining in ether masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek